- τρισευγενικός
- -ή, -ό, Ν [τρισεύγενος]ο πάρα πολύ ευγενικός, ευγενέστατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισευγενικός, -ή — και ιά, ό τρισεύγενος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)